- ερευθαλέος
- ἐρευθαλέος, -η, -ονερυθρός, κόκκινος.[ΕΤΥΜΟΛ. < έρευθος + επίθημα -αλέος (πρβλ. γηρ-αλέος)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐρευθαλέη — ἐρευθαλέος ruddy fem nom/voc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐρευθαλέην — ἐρευθαλέος ruddy fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐρευθαλέης — ἐρευθαλέος ruddy fem gen sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λευγαλέος — λευγαλέος, α, ον (Α) 1. (για πρόσ.) δυστυχής, αξιολύπητος («πτωχῷ λευγαλέῳ ἐναλίγκιον ἠδὲ γέροντι», Ομ. Οδ.) 2. (για καταστάσεις ή αφηρημένες έννοιες) οικτρός, θλιβερός, λυπηρός («λευγαλεῷ θανάτῳ», Ομ. Οδ.) 3. (για αντικείμενα) άθλιος, ελεεινός… … Dictionary of Greek